- επωριάζω
- ἐπωριάζω (Α)μεριμνώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *ωριάζω (< ώρα «φροντίδα», πρβλ. ολίγωρος < ολιγωρώ), ρ. που απαντά μόνον εν συνθέσει].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπωριάζειν — ἐπωριάζω to be concerned about pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)